- ίθυμβος
- ἴθυμβος, ὁ (Α)1. βακχικός χορός και άσμα2. ορχηστής, χορευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία βακχικού χορού και βακχικού άσματος που σχηματίστηκε όπως τα ίαμβος*, διθύραμβος*πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴθυμβος — Bacchic dance and song masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ифимб — (Ίθυμβος) древнегреческая плясовая песня, веселого сатирического содержания, в честь Вакха … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἰθύμβων — ἴθυμβος Bacchic dance and song masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθυμβοι — ἴθυμβος Bacchic dance and song masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ифимб — (греч. Ίθυμβος) древнегреческая плясовая песня, весёлого сатирического содержания, в честь Вакха. При написании этой статьи использовался материал из Энциклопедического словаря Брокгауза и Ефрона (1890 1907) … Википедия
υπόσκαιος — ον, Μ ο λίγο άκομψος, λίγο άτεχνος («ἴθυμβος, ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαιός «άχαρος, αδέξιος»] … Dictionary of Greek